- τιμιώτατος
- τίμιοςvaluedmasc nom superl sgτίμιοςvaluedmasc nom superl sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τίμιος — α, ο / τίμιος, ία, ον, ΝΜΑ θηλ. και ος, Α [τιμή] (για πρόσ.) ο άξιος τιμής και σεβασμού, αξιότιμος νεοελλ. 1. (για πρόσ.) αυτός που έχει συναίσθηση τής ατομικής αξιοπρέπειας και τηρεί τους κανόνες τής ηθικής, έντιμος, ηθικός 2. αυτός που εκτελεί… … Dictionary of Greek
ՊԱՏՈՒԱԿԱՆԱԳՈՅՆ — (գունի, նաց, կամ նից.) NBH 2 0618 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c τιμιώτερος, ἑντιμιώτερος , προστιμώτερος, ἑνδοξότατος, τιμιώτατος homoratior, tissimus, pretiosior, sissimus. Առաւել կամ յոյժ պատուական. ազնուական, եւ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ГЕОРГИЙ — [греч. Γεώργιος] († 303), вмч. (пам. 23 апр., 3 нояб., пам. рус. 26 нояб., пам. груз. 10 нояб.). Один из наиболее известных святых в христ. мире, а в нек рых странах (напр., в Грузии и Англии) самый почитаемый. Претерпевший особо тяжелые… … Православная энциклопедия